- πνιχτός
- -ή, -ό /πνικτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και πνιχτός, -ή, -ό, Ν [πνίγω]πνιγμένος, στραγγαλισμένοςαρχ.1. (για φαγητό) παρασκευασμένος μέσα σε ερμητικά κλεισμένο δοχείο2. αεροστεγής.επίρρ...πνικτά και πνιχτά Ν1. με πνιχτό τρόπο2. μουλωχτά, κρυφά.
Dictionary of Greek. 2013.